Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το βακτήριο

См. также в других словарях:

  • αμυλοβακτήριο — το (Βιοχ. Μικρβλ.) αναερόβιο βακτήριο, πολύ διαδεδομένο στη φύση, κυρίως στον γαστρεντερικό σωλήνα τών Θηλαστικών. Ασκεί έντονη ζυμωτική δράση στα γλυκίδια, τα οποία διασπά και παράγεται βουτυρικό οξύ (βουτυρική ζύμωση). [ΕΤΥΜΟΛ. < amylobacter …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβακτήριο — το, Ν (μικρβλ.) χημειοτρόφο ή φωτοτρόφο βακτήριο που είναι ικανό να προμηθευθεί την απαραίτητη για την επιβίωση του ενέργεια με οξείδωση τού ελεύθερου υδρογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrogenobacterie < hydrogen (πρβλ. υδρογόνο) …   Dictionary of Greek

  • φαγοανθεκτικός — ή, ό, Ν φρ. «φαγοανθεκτικό βακτήριο» βιολ. βακτήριο ανθεκτικό στην μόλυνση από ένα βακτηριοφάγο εξαιτίας τής αποτυχίας τού βακτηριοφάγου να εισέλθει στο βακτηριακό κύτταρο …   Dictionary of Greek

  • Λούρια, Σαλβαντόρ — (Salvador Luria, Τορίνο, Ιταλία 1912 – 1991). Αμερικανός βιολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και συνέχισε διεξάγοντας έρευνες αρχικά στο Παρίσι (1938 40) και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοκτόνος — ο ο καταστρεπτικός για τα βακτηρίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. bactericide < bacteri < bacterium (πρβλ. βακτήριο) + cide < λατ. cida < (ρ.) caeolo «σκοτώνω». Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • θειοβακτήρια — τα (μικροβ.) τάξη χημειότροφων βακτηρίων που δεσμεύουν τις ενώσεις τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thiobacterium < thio (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + bacterium (πρβλ. βακτήριο)] …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»